Στου Φεγγαριού τους...Κύκλους.( Προσωρινός)
Ω! Ήλθες, και είχα απελπιστεί, (είπε η ηλικιωμένη κυρία και τυλίχτηκε στην εσάρπα της, βολεύτηκε καλύτερα στον αναπαυτικό καναπέ και έγειρε το κεφάλι χαμογελώντας με...προσμονή.)
Βράδιασε, κάνει και κρύο, που να βγαίνει έξω τέτοια ώρα σκέφτηκε, τα έχασε όμως όταν τον είδε στην πόρτα να στέκει.
-Περίμενες να σου ανοίξω,? να σου πω πέρασε,? μα τι το έκανες το κλειδί?
Του είπε απορώντας.
Άναψα το τζάκι, έτσι, είχα κάτι σαν προαίσθημα, κάτσε να σου σερβίρω τσάι ζεστό, είναι τονωτικό χαλαρώνει τα μέσα μας..έλα κοντά μην στεκεις, και άνοιξε λίγο περισσότερο την λάμπα, ξέρεις,δεν έχω ηλεκτρικό δεν αντέχω το φως του, χαλάει kai την ατμόσφαιρα.
Tι ωραία που ήλθες, το ήξερα και σε περίμενα, πάντα σε περιμένω, κατάλαβα ότι θα έχεις ανάγκη να μου μιλήσεις.
Εχει περάσει καιρός, πολύς καιρός, έχω αλλάξει, και οι δυο μας αλλάξαμε.
Όχι, όχι,μην το ανάβεις πολύ το φως , φαίνονται καλύτερα οι φωτοσκιάσεις του τζακιού, και μου ακούγεται πιο ρυθμικά ο θόρυβος των ξύλων που μαζί με την μουρμούρα της βροχούλας φτιάχνεται περιβάλλον.
Μου αρέσουν αυτές οι στιγμές, η παρουσία σου ζέστανε την ψυχή μου, και με αναμνήσεις γλυκόπικρες με γέμισες.
Όταν βρέχει δυνατά αλλάζει το....ντεκόρ του μυαλού μου.
Ο δυνατός αέρας, η ραγδαία βροχή, και ο θόρυβος απέξω με κάνει να τυλίγομαι περισσότερο στην κουβέρτα, απόψε, ακόμα και το κρύο με χαλαρώνει, είναι χουζούρικο και προσφέρει την πολυτέλεια μιάς γλυκιάς ατμόσφαιρας που χαρίζει η φωτιά , κι έτσι πιο εύκολα γυρνάμε στα παλιά, είναι του νου και της ψυχής καταλαγιάσματα, ξαλάφρωμα του είναι μας.
Δεν φοβόμαστε τίποτε πια, γιατί ζούμε τ΄αγιασμένα γηρατειά.
Μιλάμε για όλα, έχουμε άφεση σε όλα.
Μα δεν σε βλέπω εκεί που κάθισες, μόνο την σκιά σου, θόλο-βλέπω...
Αδύναμη όραση το λένε..
Να έρχεσαι πιο τακτικά να τα λέμε, και οχι να βλεπόμαστε έχοντας από μια ρυτίδα παραπάνω..και ενα κύμα καταρράχτη περισσότερο να απλώνεται στην βιτρίνα των ματιών μας...
Μα γιατί δεν μιλάς?
- Πές κάτι, τόση ώρα μόνη μου μιλώ? ρώτησε η κυρία παραξενεμένη απο την ησυχία γύρω της.
-Λοιπόν λεγε, του φώναξε, θα σε ακούσω όπως έκανα πάντα.
Ήμουν κατά κάποιον τρόπο η ε ξομολόγος σου.
Ενώ ήρθες, γιατί σωπαίνεις? Ακόμα δεν ξέχασες...Ε.?..τότε..που....ακόμα... δεν εχω ανοίξει εκείνο το γράμμα, ξέρω πως έφταιξα, και ήθελα να αποφύγω τα παράπονά σου.
Πέρασαν τα χρόνια και τώρα πιο το όφελος? σταθηκα αδύνατη, δειλή, πες το όπως θες...μα Οχι. Αστο εκεί σκεφτηκα, στο συρτάρι μου, αγκαλια με κάποια αλλα σου, που το παρηγορούν μαζί και μένα.
-Ελα να μου τα πεις όλα, θα χεις πάρα πολλά, και εγώ πια, περισσότερο χρόνο να σε ακούσω.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά, η βροχή δυνάμωνε απελπισμένα, ενα θολό φεγγάρι γυρόφερνε πίσω απο τα σύννεφα να ρίξει την σκιά του, μια σκιά που ξεχνιόταν κοιτάζοντάς την επίμονα και με περιέργεια την κοίταζε που το κοιτούσε απελπισμένα, σαν κάτι να έψαχνε ανάμεσα στις σκιές και τους κύκλους του..
Ο Αέρας φυσούσε δυνατά σαν να θέλει να ανοίξει τα παράθυρα που χτυπούσαν
λες κάποιος να προσπαθούσε να μπεί με την βία.
Στην ευθεία γραμμή μιας αστραπής φάνηκαν σκιές με σώματα του παρελθόντος, και στο σκοτεινό πλέον δωμάτιο είδε..είδε καθαρά, πεντακάθαρα...
Η ηλικιωμένη Κυρία άφησε έναν αναστεναγμό πνίγοντας τον λυγμό της.
Δεν κινήθηκε, δεν προσπάθησε καν να αλλάξει θέση.
Έμεινε να κοιτάζει την πόρτα, <που μόνο στην φαντασία της άνοιξε,> όπως τόσα χρόνια κάθε τέτοια βραδιά..
Και..
Ξανά τυλίχτηκε σφιχτά
σαν να ζητά παρηγοριά
και απάντηση,
σε ερωτήματα παλιά
στου νου της
την φανταστική συνάντηση.. .
31/3/2014
ΝεφΕλλη Ρήγα.
Ω! Ήλθες, και είχα απελπιστεί, (είπε η ηλικιωμένη κυρία και τυλίχτηκε στην εσάρπα της, βολεύτηκε καλύτερα στον αναπαυτικό καναπέ και έγειρε το κεφάλι χαμογελώντας με...προσμονή.)
Βράδιασε, κάνει και κρύο, που να βγαίνει έξω τέτοια ώρα σκέφτηκε, τα έχασε όμως όταν τον είδε στην πόρτα να στέκει.
-Περίμενες να σου ανοίξω,? να σου πω πέρασε,? μα τι το έκανες το κλειδί?
Του είπε απορώντας.
Άναψα το τζάκι, έτσι, είχα κάτι σαν προαίσθημα, κάτσε να σου σερβίρω τσάι ζεστό, είναι τονωτικό χαλαρώνει τα μέσα μας..έλα κοντά μην στεκεις, και άνοιξε λίγο περισσότερο την λάμπα, ξέρεις,δεν έχω ηλεκτρικό δεν αντέχω το φως του, χαλάει kai την ατμόσφαιρα.
Tι ωραία που ήλθες, το ήξερα και σε περίμενα, πάντα σε περιμένω, κατάλαβα ότι θα έχεις ανάγκη να μου μιλήσεις.
Εχει περάσει καιρός, πολύς καιρός, έχω αλλάξει, και οι δυο μας αλλάξαμε.
Όχι, όχι,μην το ανάβεις πολύ το φως , φαίνονται καλύτερα οι φωτοσκιάσεις του τζακιού, και μου ακούγεται πιο ρυθμικά ο θόρυβος των ξύλων που μαζί με την μουρμούρα της βροχούλας φτιάχνεται περιβάλλον.
Μου αρέσουν αυτές οι στιγμές, η παρουσία σου ζέστανε την ψυχή μου, και με αναμνήσεις γλυκόπικρες με γέμισες.
Όταν βρέχει δυνατά αλλάζει το....ντεκόρ του μυαλού μου.
Ο δυνατός αέρας, η ραγδαία βροχή, και ο θόρυβος απέξω με κάνει να τυλίγομαι περισσότερο στην κουβέρτα, απόψε, ακόμα και το κρύο με χαλαρώνει, είναι χουζούρικο και προσφέρει την πολυτέλεια μιάς γλυκιάς ατμόσφαιρας που χαρίζει η φωτιά , κι έτσι πιο εύκολα γυρνάμε στα παλιά, είναι του νου και της ψυχής καταλαγιάσματα, ξαλάφρωμα του είναι μας.
Δεν φοβόμαστε τίποτε πια, γιατί ζούμε τ΄αγιασμένα γηρατειά.
Μιλάμε για όλα, έχουμε άφεση σε όλα.
Μα δεν σε βλέπω εκεί που κάθισες, μόνο την σκιά σου, θόλο-βλέπω...
Αδύναμη όραση το λένε..
Να έρχεσαι πιο τακτικά να τα λέμε, και οχι να βλεπόμαστε έχοντας από μια ρυτίδα παραπάνω..και ενα κύμα καταρράχτη περισσότερο να απλώνεται στην βιτρίνα των ματιών μας...
Μα γιατί δεν μιλάς?
- Πές κάτι, τόση ώρα μόνη μου μιλώ? ρώτησε η κυρία παραξενεμένη απο την ησυχία γύρω της.
-Λοιπόν λεγε, του φώναξε, θα σε ακούσω όπως έκανα πάντα.
Ήμουν κατά κάποιον τρόπο η ε ξομολόγος σου.
Ενώ ήρθες, γιατί σωπαίνεις? Ακόμα δεν ξέχασες...Ε.?..τότε..που....ακόμα... δεν εχω ανοίξει εκείνο το γράμμα, ξέρω πως έφταιξα, και ήθελα να αποφύγω τα παράπονά σου.
Πέρασαν τα χρόνια και τώρα πιο το όφελος? σταθηκα αδύνατη, δειλή, πες το όπως θες...μα Οχι. Αστο εκεί σκεφτηκα, στο συρτάρι μου, αγκαλια με κάποια αλλα σου, που το παρηγορούν μαζί και μένα.
-Ελα να μου τα πεις όλα, θα χεις πάρα πολλά, και εγώ πια, περισσότερο χρόνο να σε ακούσω.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά, η βροχή δυνάμωνε απελπισμένα, ενα θολό φεγγάρι γυρόφερνε πίσω απο τα σύννεφα να ρίξει την σκιά του, μια σκιά που ξεχνιόταν κοιτάζοντάς την επίμονα και με περιέργεια την κοίταζε που το κοιτούσε απελπισμένα, σαν κάτι να έψαχνε ανάμεσα στις σκιές και τους κύκλους του..
Ο Αέρας φυσούσε δυνατά σαν να θέλει να ανοίξει τα παράθυρα που χτυπούσαν
λες κάποιος να προσπαθούσε να μπεί με την βία.
Στην ευθεία γραμμή μιας αστραπής φάνηκαν σκιές με σώματα του παρελθόντος, και στο σκοτεινό πλέον δωμάτιο είδε..είδε καθαρά, πεντακάθαρα...
Η ηλικιωμένη Κυρία άφησε έναν αναστεναγμό πνίγοντας τον λυγμό της.
Δεν κινήθηκε, δεν προσπάθησε καν να αλλάξει θέση.
Έμεινε να κοιτάζει την πόρτα, <που μόνο στην φαντασία της άνοιξε,> όπως τόσα χρόνια κάθε τέτοια βραδιά..
Και..
Ξανά τυλίχτηκε σφιχτά
σαν να ζητά παρηγοριά
και απάντηση,
σε ερωτήματα παλιά
στου νου της
την φανταστική συνάντηση.. .
31/3/2014
ΝεφΕλλη Ρήγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου